Greek Meaning of faceted
πολυπρόσωπος
Other Greek words related to πολυπρόσωπος
- πτυχή
- χέρι
- πλευρά
- γωνία
- μέρος
- φάση
- αέρας
- εμφάνιση
- άρθρο
- υπόθεση
- Χαρακτήρας
- χρώμα
- επιδερμίδα
- συνιστώσα
- συνθήκη
- λεπτομέρεια
- διάσταση
- Στοιχείο
- Πρόσωπο
- παράγοντας
- περίπτωση
- ερμηνεία
- αντικείμενο
- κοίτα
- ερώτηση
- προοπτική
- ιδιαίτερο
- περίοδος
- προοπτική
- θέση
- στάση
- Ανάγνωση (anágnōsi)
- Σεβασμός
- σεβασμός
- Ομοιότητα
- σχήμα
- Παπούτσια
- κλίση
- στάδιο
- Στάση
- σκοπιά
- Κράτος
- βήμα
- μετάφραση
- έκδοση
- προβολή
- Σκοπιά
- Πρόσωπο
Nearest Words of faceted
Definitions and Meaning of faceted in English
faceted (a)
having facets
faceted (imp. & p. p.)
of Facet
faceted (a.)
Having facets.
FAQs About the word faceted
πολυπρόσωπος
having facetsof Facet, Having facets.
πτυχή,χέρι,πλευρά,γωνία,μέρος,φάση,αέρας,εμφάνιση,άρθρο,υπόθεση
No antonyms found.
facete => όψη, facet plane => Επίπεδο όψης, facet => Πρόσωπο, face-saving => Σώζοντας τα προσχήματα, facer => αντίκρι,