Greek Meaning of position
θέση
Other Greek words related to θέση
- Απασχόληση
- εργασία
- τόπος
- ανάρτηση
- Κατάσταση
- ραντεβού
- Θέση ελλιμενισμού
- εισιτήριο
- χωρητικότητα
- Καριέρα
- σύνδεση
- προσλαμβάνω
- λειτουργία
- γραφείο
- επάγγελμα
- κουκκίδα
- επιχείρηση
- κλήση
- καθήκον
- αρραβώνας
- συναυλία
- γραμμή
- βιοπορισμός
- ζωντανό
- αποστολή
- επάγγελμα
- καταχώρηση
- Πρακτική
- καταδίωξη
- ρακέτα
- υπηρεσία
- εργασία
- εμπόριο
- Κάλεσμα
- δουλειά
Nearest Words of position
- position effect => αποτέλεσμα θέσης
- position paper => Έγγραφο θέσης
- positionable => με δυνατότητα τοποθέτησης
- positional => θέσης
- positional notation => Σύστημα θέσης
- positional representation system => Σύστημα αναπαράστασης θέσης
- positioner => προσδιοριστής
- positioning => Τοποθέτηση στην αγορά
- positive => θετικός
- positive charge => θετικό φορτίο
Definitions and Meaning of position in English
position (n)
the particular portion of space occupied by something
a point occupied by troops for tactical reasons
a way of regarding situations or topics etc.
the arrangement of the body and its limbs
the relative position or standing of things or especially persons in a society
a job in an organization
the spatial property of a place where or way in which something is situated
the appropriate or customary location
(in team sports) the role assigned to an individual player
the act of putting something in a certain place
a condition or position in which you find yourself
a rationalized mental attitude
an opinion that is held in opposition to another in an argument or dispute
an item on a list or in a sequence
the post or function properly or customarily occupied or served by another
the act of positing; an assumption taken as a postulate or axiom
position (v)
cause to be in an appropriate place, state, or relation
put into a certain place or abstract location
FAQs About the word position
θέση
the particular portion of space occupied by something, a point occupied by troops for tactical reasons, a way of regarding situations or topics etc., the arrang
Απασχόληση,εργασία,τόπος,ανάρτηση,Κατάσταση,ραντεβού,Θέση ελλιμενισμού,εισιτήριο,χωρητικότητα,Καριέρα
χόμπι,ανεργία,ανεργία
posit => υποθέτω, posing => πόζα, posh => κομψό, poseuses => Κομπλεξικοί, poseuse => πόζερα,