Greek Meaning of poseur

κομπιναδόρος

Other Greek words related to κομπιναδόρος

Definitions and Meaning of poseur in English

Wordnet

poseur (n)

a person who habitually pretends to be something he is not

Webster

poseur (n. fem.)

Alt. of Poseuse

FAQs About the word poseur

κομπιναδόρος

a person who habitually pretends to be something he is notAlt. of Poseuse

τσαρλατάνος,μιμητής,πλαστογράφος,Μιμητής,Προσποιητής,Τσαρλατάνος,ψεύτικος,προσποιητής,τσαρλατάνος,ηθοποιός

άσσος,ικανός,αυθεντία,ειδικός,μαέστρος,κύριος,Παρελθοντολόγος,επαγγελματίας,βιρτουόζος,φυτό

poser => poser, poseidon => Ποσειδών, posed => Ποζάρισα, pose => Πόζα, pos tagger => Προσδιοριστής κατηγορίας λέξης,