Greek Meaning of ace
άσσος
Other Greek words related to άσσος
- ικανός
- καλλιτέχνης
- ειδικός
- γκουρού
- κύριος
- λόγιος
- βιρτουόζος
- μάγος
- αυθεντία
- γνώστης
- σύμβουλος
- εξαιρετικός
- νταμπ
- ενθουσιώδης
- δαίμονας
- φρικιό
- χέρι
- καυτό σπέρμα
- μαέστρος
- εμπειρογνώμονας
- ειδικός
- Παρελθοντολόγος
- επαγγελματίας
- επαγγελματίας
- επιδέξιος
- Καρχαρίας
- κοφτερός
- ειδικός
- φυτό
- παλιό χέρι
- maestro
- εθισμένος
- λάτρης
- πολυτέχνης
- μπάφερ
- γνώστης
- κράκατζακ
- τεχνίτης
- αφοσιωμένος
- ανεμιστήρας
- εκτελεστής
- μαστοράκος
- Αναγεννησιακός άνθρωπος
- λάτρης
- μάστορας για όλες τις δουλειές
Nearest Words of ace
Definitions and Meaning of ace in English
ace (n)
the smallest whole number or a numeral representing this number
one of four playing cards in a deck having a single pip on its face
someone who is dazzlingly skilled in any field
proteolytic enzyme that converts angiotensin I into angiotensin II
a major strategic headquarters of NATO; safeguards an area extending from Norway to Turkey
a serve that the receiver is unable to reach
ace (v)
succeed at easily
score an ace against
play (a hole) in one stroke
serve an ace against (someone)
ace (s)
of the highest quality
ace (n.)
A unit; a single point or spot on a card or die; the card or die so marked; as, the ace of diamonds.
Hence: A very small quantity or degree; a particle; an atom; a jot.
A single point won by a stroke, as in handball, rackets, etc.; in tennis, frequently, a point won by a service stroke.
FAQs About the word ace
άσσος
the smallest whole number or a numeral representing this number, one of four playing cards in a deck having a single pip on its face, someone who is dazzlingly
ικανός,καλλιτέχνης,ειδικός,γκουρού,κύριος,λόγιος,βιρτουόζος,μάγος,αυθεντία,γνώστης
ερασιτέχνης,μαθητευόμενος,αρχάριος,αρχάριος,Δilletant,Άπειρος,Λαϊκός,νεόφυτος,μη ειδικός,ερασιτέχνης
accustoming => εθισμός, accustomedness => συνήθεια, accustomed to => συνηθισμένος σε, accustomed => συνηθισμένος, accustomary => συνηθισμένος,