Greek Meaning of all-rounder
πολυτέχνης
Other Greek words related to πολυτέχνης
Nearest Words of all-rounder
Definitions and Meaning of all-rounder in English
all-rounder (n)
a versatile person who is expert at many things
FAQs About the word all-rounder
πολυτέχνης
a versatile person who is expert at many things
γενικευτής,χομπίστας,μάστορας για όλες τις δουλειές,Λαϊκός,λάτρης,ερασιτέχνης,ερασιτέχνης,αφοσιωμένος,Δilletant,ενθουσιώδης
αυθεντία,ειδικός,ειδικός,επαγγελματίας,επαγγελματίας
all-round => ευέλικτος, all-purpose => γενικής χρήσης, all-powerful => παντοδύναμος, all-possessed => παντοκρατορικός, alloying => κράμα,