Greek Meaning of generalist
γενικευτής
Other Greek words related to γενικευτής
Nearest Words of generalist
- generalissimo => Γενικός αρχιστράτηγος
- generalised => γενικευμένο
- generalise => γενικεύω
- generalisation => γενίκευση
- generalcy => στρατηγεία
- general verdict => Γενική ετυμηγορία
- general theory of relativity => Γενική θεωρία της σχετικότητας
- general store => Μπακάλικο
- general staff => Γενικό Επιτελείο
- general services administration => Γενική Διοίκηση Υπηρεσιών
- generalities => γενικότητες
- generality => γενικότητα
- generalizable => γενικευμένο
- generalization => γενίκευση
- generalize => γενικεύω
- generalized => γενικευμένος
- generalized anxiety disorder => Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή
- generalized epilepsy => Γενικευμένη επιληψία
- generalized seizure => Γενικευμένη κρίση
- generalizer => γενικευτής
Definitions and Meaning of generalist in English
generalist (n)
a modern scholar who is in a position to acquire more than superficial knowledge about many different interests
FAQs About the word generalist
γενικευτής
a modern scholar who is in a position to acquire more than superficial knowledge about many different interests
ερασιτέχνης,χομπίστας,μάστορας για όλες τις δουλειές,Λαϊκός,πολυτέχνης,ερασιτέχνης,αφοσιωμένος,Δilletant,ενθουσιώδης,ανεμιστήρας
αυθεντία,ειδικός,ειδικός,επαγγελματίας,επαγγελματίας
generalissimo => Γενικός αρχιστράτηγος, generalised => γενικευμένο, generalise => γενικεύω, generalisation => γενίκευση, generalcy => στρατηγεία,