Greek Meaning of general theory of relativity

Γενική θεωρία της σχετικότητας

Other Greek words related to Γενική θεωρία της σχετικότητας

Definitions and Meaning of general theory of relativity in English

Wordnet

general theory of relativity (n)

a generalization of special relativity to include gravity (based on the principle of equivalence)

FAQs About the word general theory of relativity

Γενική θεωρία της σχετικότητας

a generalization of special relativity to include gravity (based on the principle of equivalence)

αμοιβαιότητα,εξάρτηση,εξάρτηση,εμπιστοσύνη,εμπιστοσύνη,εμπιστοσύνη,πίστη,απόθεμα,εμπιστοσύνη

Αυτονομία,ανεξαρτησία,Αυτοδιάθεση,Κυριαρχία,ανεξαρτησία,αυτοπεποίθηση,αυτοβοήθεια,αυτοεξάρτηση,κυριαρχία,αυτονομία

general store => Μπακάλικο, general staff => Γενικό Επιτελείο, general services administration => Γενική Διοίκηση Υπηρεσιών, general security services => Γενικές υπηρεσίες ασφαλείας, general relativity theory => Γενική θεωρία της σχετικότητας,