Greek Meaning of self-dependence
αυτονομία
Other Greek words related to αυτονομία
Nearest Words of self-dependence
- self-critical => Αυτοκριτικός
- self-controlled => αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
- self-contentment => Αυτοπεποίθηση
- self-contented => αυταρχικός
- self-content => ικανοποιημένος με τον εαυτό του
- self-containment => αυτονομία
- self-consequence => συνέπειες στον εαυτό
- self-congratulation => αυτοσυγχαρητήρια
- self-confidently => με αυτοπεποίθηση
- self-confidences => αυτοπεποίθηση
- self-deprecatingly => αυτοϋποτιμητικά
- self-deprecatory => αυτοσαρκαστικός
- self-despair => αυτοαπόγνωση
- self-distrustful => ανασφαλής για τον εαυτό του
- self-doubting => αμφίθυμος
- self-dramatizer => δραματοποιητής
- self-dramatizing => αυτοδραματοποίηση
- self-engrossed => εγωκεντρικός
- self-exploration => Αυτογνωσία
- self-flagellating => αυτομαστίγωση
Definitions and Meaning of self-dependence in English
self-dependence
dependence on one's own resources or efforts
FAQs About the word self-dependence
αυτονομία
dependence on one's own resources or efforts
Αυτονομία,ανεξαρτησία,ελευθερία,Ανθεκτικότητα,αυτοπεποίθηση,αυτοσυντήρηση,αυτοβοήθεια,αυτοεξάρτηση,δύναμη,Δύναμη
εξάρτηση,εμπιστοσύνη,εξάρτηση,αδυναμία,ανεπάρκεια,αδυναμία
self-critical => Αυτοκριτικός, self-controlled => αυτοελεγχόμενος, εγκρατής, self-contentment => Αυτοπεποίθηση, self-contented => αυταρχικός, self-content => ικανοποιημένος με τον εαυτό του,