Greek Meaning of general store
Μπακάλικο
Other Greek words related to Μπακάλικο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of general store
- general staff => Γενικό Επιτελείο
- general services administration => Γενική Διοίκηση Υπηρεσιών
- general security services => Γενικές υπηρεσίες ασφαλείας
- general relativity theory => Γενική θεωρία της σχετικότητας
- general relativity => γενική σχετικότητα
- general practitioner => Γενικός ιατρός
- general officer => Ανώτατος αξιωματικός
- general medicine => γενική ιατρική
- general manager => γενικός διευθυντής
- general lien => Γενικό εμπράγματο δικαίωμα
- general theory of relativity => Γενική θεωρία της σχετικότητας
- general verdict => Γενική ετυμηγορία
- generalcy => στρατηγεία
- generalisation => γενίκευση
- generalise => γενικεύω
- generalised => γενικευμένο
- generalissimo => Γενικός αρχιστράτηγος
- generalist => γενικευτής
- generalities => γενικότητες
- generality => γενικότητα
Definitions and Meaning of general store in English
general store (n)
a retail store serving a sparsely populated region; usually stocked with a wide variety of merchandise
FAQs About the word general store
Μπακάλικο
a retail store serving a sparsely populated region; usually stocked with a wide variety of merchandise
No synonyms found.
No antonyms found.
general staff => Γενικό Επιτελείο, general services administration => Γενική Διοίκηση Υπηρεσιών, general security services => Γενικές υπηρεσίες ασφαλείας, general relativity theory => Γενική θεωρία της σχετικότητας, general relativity => γενική σχετικότητα,