Greek Meaning of general practitioner
Γενικός ιατρός
Other Greek words related to Γενικός ιατρός
Nearest Words of general practitioner
- general officer => Ανώτατος αξιωματικός
- general medicine => γενική ιατρική
- general manager => γενικός διευθυντής
- general lien => Γενικό εμπράγματο δικαίωμα
- general ledger => Κεντρικός λογαριασμός
- general knowledge => Γενικές γνώσεις
- general headquarters => αρχηγείο
- general franco => ο στρατηγός Φράνκο
- general election => βουλευτικές εκλογές
- general delivery => Ταχυδρομικός κλάδος
- general relativity => γενική σχετικότητα
- general relativity theory => Γενική θεωρία της σχετικότητας
- general security services => Γενικές υπηρεσίες ασφαλείας
- general services administration => Γενική Διοίκηση Υπηρεσιών
- general staff => Γενικό Επιτελείο
- general store => Μπακάλικο
- general theory of relativity => Γενική θεωρία της σχετικότητας
- general verdict => Γενική ετυμηγορία
- generalcy => στρατηγεία
- generalisation => γενίκευση
Definitions and Meaning of general practitioner in English
general practitioner (n)
a physician who is not a specialist but treats all illnesses
FAQs About the word general practitioner
Γενικός ιατρός
a physician who is not a specialist but treats all illnesses
γενικευτής,μάστορας για όλες τις δουλειές,Λαϊκός,κουτσομπόλης,πολυτέχνης,ερασιτέχνης,ερασιτέχνης,αφοσιωμένος,ενθουσιώδης,ανεμιστήρας
αυθεντία,ειδικός,ειδικός,επαγγελματίας,επαγγελματίας
general officer => Ανώτατος αξιωματικός, general medicine => γενική ιατρική, general manager => γενικός διευθυντής, general lien => Γενικό εμπράγματο δικαίωμα, general ledger => Κεντρικός λογαριασμός,