Greek Meaning of general election
βουλευτικές εκλογές
Other Greek words related to βουλευτικές εκλογές
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of general election
- general delivery => Ταχυδρομικός κλάδος
- general de gaulle => Σαρλ Ντε Γκωλ
- general damages => γενικές αποζημιώσεις
- general custer => ο στρατηγός Κάστερ
- general charles de gaulle => Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ
- general certificate of secondary education => Απολυτήριο Λυκείου
- general baptist => Γενικός Βαπτιστής
- general assembly => Γενική συνέλευση
- general anesthetic => Γενική αναισθησία
- general anesthesia => Γενική αναισθησία
- general franco => ο στρατηγός Φράνκο
- general headquarters => αρχηγείο
- general knowledge => Γενικές γνώσεις
- general ledger => Κεντρικός λογαριασμός
- general lien => Γενικό εμπράγματο δικαίωμα
- general manager => γενικός διευθυντής
- general medicine => γενική ιατρική
- general officer => Ανώτατος αξιωματικός
- general practitioner => Γενικός ιατρός
- general relativity => γενική σχετικότητα
Definitions and Meaning of general election in English
general election (n)
a national or state election; candidates are chosen in all constituencies
FAQs About the word general election
βουλευτικές εκλογές
a national or state election; candidates are chosen in all constituencies
No synonyms found.
No antonyms found.
general delivery => Ταχυδρομικός κλάδος, general de gaulle => Σαρλ Ντε Γκωλ, general damages => γενικές αποζημιώσεις, general custer => ο στρατηγός Κάστερ, general charles de gaulle => Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ,