Greek Meaning of general anesthesia
Γενική αναισθησία
Other Greek words related to Γενική αναισθησία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of general anesthesia
- general anatomy => Γενική Ανατομία
- general anaesthetic => Γενική αναισθησία
- general anaesthesia => Γενική αναισθησία
- general agreement on tariffs and trade => Γενική Συμφωνία για Δασμούς και Εμπόριο
- general agent => Γενικός πράκτορας
- general => γενικός
- generable => γεννήσιμο
- generability => γεννητικότητα
- genera => γένη
- genearch => Γενετιστής
- general anesthetic => Γενική αναισθησία
- general assembly => Γενική συνέλευση
- general baptist => Γενικός Βαπτιστής
- general certificate of secondary education => Απολυτήριο Λυκείου
- general charles de gaulle => Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ
- general custer => ο στρατηγός Κάστερ
- general damages => γενικές αποζημιώσεις
- general de gaulle => Σαρλ Ντε Γκωλ
- general delivery => Ταχυδρομικός κλάδος
- general election => βουλευτικές εκλογές
Definitions and Meaning of general anesthesia in English
general anesthesia (n)
a state of total unconsciousness resulting from anesthetic drugs (as for a major surgical operation)
FAQs About the word general anesthesia
Γενική αναισθησία
a state of total unconsciousness resulting from anesthetic drugs (as for a major surgical operation)
No synonyms found.
No antonyms found.
general anatomy => Γενική Ανατομία, general anaesthetic => Γενική αναισθησία, general anaesthesia => Γενική αναισθησία, general agreement on tariffs and trade => Γενική Συμφωνία για Δασμούς και Εμπόριο, general agent => Γενικός πράκτορας,