Greek Meaning of generable
γεννήσιμο
Other Greek words related to γεννήσιμο
Nearest Words of generable
- general => γενικός
- general agent => Γενικός πράκτορας
- general agreement on tariffs and trade => Γενική Συμφωνία για Δασμούς και Εμπόριο
- general anaesthesia => Γενική αναισθησία
- general anaesthetic => Γενική αναισθησία
- general anatomy => Γενική Ανατομία
- general anesthesia => Γενική αναισθησία
- general anesthetic => Γενική αναισθησία
- general assembly => Γενική συνέλευση
- general baptist => Γενικός Βαπτιστής
Definitions and Meaning of generable in English
generable (a.)
Capable of being generated or produced.
FAQs About the word generable
γεννήσιμο
Capable of being generated or produced.
αντιληπτός,φανταστός,πιθανός,δυνατόν,δυνητικός,πιθανός,Εφικτό,υποτιθέμενος,Εφικτό,υποθετικός
πραγματικός,υπάρχον,πραγματικός,πραγματικός,καλή τη πίστει,επιβεβαιωμένο,επιδεικνυόμενος,καθιερωμένος,γνήσιος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ
generability => γεννητικότητα, genera => γένη, genearch => Γενετιστής, genealogy => Γενεαλογία, genealogize => φτιάχνω γενεαλογικό δέντρο,