Greek Meaning of generable

γεννήσιμο

Other Greek words related to γεννήσιμο

Definitions and Meaning of generable in English

Webster

generable (a.)

Capable of being generated or produced.

FAQs About the word generable

γεννήσιμο

Capable of being generated or produced.

αντιληπτός,φανταστός,πιθανός,δυνατόν,δυνητικός,πιθανός,Εφικτό,υποτιθέμενος,Εφικτό,υποθετικός

πραγματικός,υπάρχον,πραγματικός,πραγματικός,καλή τη πίστει,επιβεβαιωμένο,επιδεικνυόμενος,καθιερωμένος,γνήσιος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ

generability => γεννητικότητα, genera => γένη, genearch => Γενετιστής, genealogy => Γενεαλογία, genealogize => φτιάχνω γενεαλογικό δέντρο,