Greek Meaning of doable
εφικτό
Other Greek words related to εφικτό
- αδύνατο (adynato)
- Ανεφάρμοστο
- Ανέφικτο
- ανέφικτος
- Απρόσιτος
- ανέφικτο
- απίθανο
- ανέφικτος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- ανώφελο
- απελπισμένος
- απίστευτο
- απίθανος
- αδιανόητο
- απίστευτος
- μη βιώσιμος
- απίστευτος
- ανέφικτο
- μη ρεαλιστικό
- μη επιτεύξιμος
- άχρηστος
- μη βιώσιμο
- παράλογο
- φανταστικός
- Φανταστικός
- Τραβηγμένο από τα μαλλιά
- εκκεντρικός
- γελοίο
- αδιανόητος
- μάταιος
Nearest Words of doable
Definitions and Meaning of doable in English
doable (s)
capable of existing or taking place or proving true; possible to do
doable (a.)
Capable of being done.
FAQs About the word doable
εφικτό
capable of existing or taking place or proving true; possible to doCapable of being done.
Εφικτό,εφικτός,Εφικτό,δυνατόν,βιώσιμος,πρακτικός,Πρακτικός,υλοποιήσιμη,εφικτό,αποδεκτός
αδύνατο (adynato),Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,ανέφικτος,Απρόσιτος,ανέφικτο,απίθανο,ανέφικτος,αμφίβολος,αμφίβολος
doab => doab, do–a => ντο-α, do. => κάνω, do work => δουλεύω, do well by => Φροντίζω καλά,