Greek Meaning of infeasible
ανέφικτος
Other Greek words related to ανέφικτος
- αδύνατο (adynato)
- Ανεφάρμοστο
- Ανέφικτο
- ανέφικτο
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- αμφιλεγόμενος
- απελπισμένος
- απίστευτο
- απίθανος
- αδιανόητο
- απίστευτος
- αδιάλυτος
- άλυτο
- ανυπέρβλητος
- προβληματικός
- προβληματικός
- αμφισβητήσιμος
- ύποπτος
- Απρόσιτος
- ανέφικτο
- αδιανόητος
- απίθανο
- μη επιτεύξιμος
- άλυτος
- αδιανόητος
- παράλογο
- αμφισβητήσιμος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- Φανταστικός
- Τραβηγμένο από τα μαλλιά
- ύποπτος
- ανώφελο
- εκκεντρικός
- γελοίο
- σκιερός
- τρεμάμενος
- ύποπτος
- απίστευτος
- άχρηστος
Nearest Words of infeasible
- infeasibleness => Ανεφάρμοστοτητα
- infected => μολυσμένο
- infecter => μολυσματικός
- infectible => μολυσματικός
- infecting => μολυσματικός
- infection => Λοίμωξη
- infectious => μεταδοτικός
- infectious agent => μολυσματικός παράγοντας
- infectious disease => Λοιμώδης νόσος
- infectious hepatitis => Λοιμώδης ηπατίτιδα
Definitions and Meaning of infeasible in English
infeasible (s)
not capable of being carried out or put into practice
infeasible (a.)
Not capable of being done or accomplished; impracticable.
FAQs About the word infeasible
ανέφικτος
not capable of being carried out or put into practiceNot capable of being done or accomplished; impracticable.
αδύνατο (adynato),Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,ανέφικτο,Άχρηστο,ανέφικτος,αμφιλεγόμενος,απελπισμένος,απίστευτο,απίθανος
Εφικτό,Εφικτό,δυνατόν,διαλυτός,χρήσιμος,εφικτό,αποδεκτός,εφαρμόσιμο,εφικτός,εφικτό
infeasibility => μη σκοπιμότητα, infausting => κακόηθος, infaust => δυσοίωνος, infatuating => γοητευτικός, infatuate => ερωτευμένος,