Greek Meaning of insoluble
αδιάλυτος
Other Greek words related to αδιάλυτος
- απελπισμένος
- αδύνατο (adynato)
- ανώφελο
- Ανέφικτο
- άλυτο
- ανυπέρβλητος
- προβληματικός
- προβληματικός
- Απρόσιτος
- απίθανο
- άλυτος
- παράλογο
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητήσιμος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- Φανταστικός
- ύποπτος
- απίστευτο
- Ανεφάρμοστο
- απίθανος
- αδιανόητο
- απίστευτος
- ανέφικτος
- αμφισβητήσιμος
- τρεμάμενος
- ύποπτος
- ύποπτος
- απίστευτος
- ανέφικτο
- ανέφικτο
- αδιανόητος
- μη επιτεύξιμος
- αδιανόητος
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- άχρηστος
Nearest Words of insoluble
Definitions and Meaning of insoluble in English
insoluble (a)
(of a substance) incapable of being dissolved
admitting of no solution or explanation
insoluble (s)
without hope of solution
insoluble (a.)
Not soluble; in capable or difficult of being dissolved, as by a liquid; as, chalk is insoluble in water.
Not to be solved or explained; insolvable; as, an insoluble doubt, question, or difficulty.
Strong.
FAQs About the word insoluble
αδιάλυτος
(of a substance) incapable of being dissolved, admitting of no solution or explanation, without hope of solutionNot soluble; in capable or difficult of being di
απελπισμένος,αδύνατο (adynato),ανώφελο,Ανέφικτο,άλυτο,ανυπέρβλητος,προβληματικός,προβληματικός,Απρόσιτος,απίθανο
Εφικτό,δυνατόν,διαλυτός,εφικτό,Εφικτό,εφαρμόσιμο,εφικτός,Λειτουργικός,πιθανός,πρακτικός
insolubility => αδιαλυτότητα, insolidity => μη στερεό, insolently => αναιδώς, insolent => θρασύς, insolency => θράσος,