Greek Meaning of workable
εφικτό
Other Greek words related to εφικτό
- απελπισμένος
- αδύνατο (adynato)
- Ανεφάρμοστο
- Ανέφικτο
- ανέφικτος
- Απρόσιτος
- ανέφικτο
- ανέφικτος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- ανώφελο
- απίστευτο
- απίθανος
- αδιανόητο
- απίστευτος
- μη βιώσιμος
- απίστευτος
- ανέφικτο
- απίθανο
- μη ρεαλιστικό
- μη επιτεύξιμος
- άχρηστος
- μη βιώσιμο
- παράλογο
- φανταστικός
- Φανταστικός
- Τραβηγμένο από τα μαλλιά
- εκκεντρικός
- γελοίο
- αδιανόητος
- μάταιος
Nearest Words of workable
- work up => δουλεύω
- work unit => μονάδα εργασίας
- work to rule => Εργασία σύμφωνα με τον κανονισμό
- work time => Χρόνος εργασίας
- work through => δουλεύω μέσα από
- work table => τραπέζι εργασίας
- work surface => επιφάνεια εργασίας
- work study => Μελέτη εργασίας
- work stoppage => απεργία
- work song => τραγούδι εργασίας
Definitions and Meaning of workable in English
workable (s)
capable of being done with means at hand and circumstances as they are
workable (a.)
Capable of being worked, or worth working; as, a workable mine; workable clay.
FAQs About the word workable
εφικτό
capable of being done with means at hand and circumstances as they areCapable of being worked, or worth working; as, a workable mine; workable clay.
Εφικτό,εφικτός,Εφικτό,δυνατόν,βιώσιμος,αποδεκτός,εφικτό,πρακτικός,Πρακτικός,υλοποιήσιμη
απελπισμένος,αδύνατο (adynato),Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,ανέφικτος,Απρόσιτος,ανέφικτο,ανέφικτος,αμφίβολος,αμφίβολος
work up => δουλεύω, work unit => μονάδα εργασίας, work to rule => Εργασία σύμφωνα με τον κανονισμό, work time => Χρόνος εργασίας, work through => δουλεύω μέσα από,