Greek Meaning of workbag
Βαλιτσάκι
Other Greek words related to Βαλιτσάκι
- Νεκσεσέρ
- Ταξιδιωτική τσάντα
- Τσάντα πτήσης
- Θήκη για ρούχα
- Σάκος για εργαλεία
- πορτοφόλι
- τσάντα αγορών
- τσάντα μεταφοράς
- σακίδιο
- Σάκος στρατώνα
- Τσάντα χεριού
- σακίδιο
- σακίδιο πλάτης
- πακέτο
- πορτοφόλι
- σακίδιο
- Σάκος
- Τσάντα
- τσάντα
- δέσμη
- Τσάντα μεταφοράς
- Πακέτο
- πακέτο
- δέμα
- βαλίτσα
- τσάντα
- Σακί
- ταξιδιωτική τσάντα
- πορτοφόλι
Nearest Words of workbag
Definitions and Meaning of workbag in English
workbag (n)
container for holding implements and materials for work (especially for sewing)
workbag (n.)
A bag for holding implements or materials for work; especially, a reticule, or bag for holding needlework, and the like.
FAQs About the word workbag
Βαλιτσάκι
container for holding implements and materials for work (especially for sewing)A bag for holding implements or materials for work; especially, a reticule, or ba
Νεκσεσέρ,Ταξιδιωτική τσάντα,Τσάντα πτήσης,Θήκη για ρούχα,Σάκος για εργαλεία,πορτοφόλι,τσάντα αγορών,τσάντα μεταφοράς,σακίδιο,Σάκος στρατώνα
No antonyms found.
workaholism => Εργασιομανία, workaholic => Εργασιομανής, workaday => καθημερινός, workable => εφικτό, work up => δουλεύω,