Greek Meaning of shopping bag

τσάντα αγορών

Other Greek words related to τσάντα αγορών

Definitions and Meaning of shopping bag in English

Wordnet

shopping bag (n)

a bag made of plastic or strong paper (often with handles); used to transport goods after shopping

FAQs About the word shopping bag

τσάντα αγορών

a bag made of plastic or strong paper (often with handles); used to transport goods after shopping

Νεκσεσέρ,Ταξιδιωτική τσάντα,Τσάντα πτήσης,Θήκη για ρούχα,Σάκος για εργαλεία,πορτοφόλι,τσάντα μεταφοράς,τσάντα εργασίας,σακίδιο,Σάκος στρατώνα

No antonyms found.

shopping => αγορές, shopper => αγοραστής, shopped => αγορασμένος, shopmen => υπάλληλοι καταστημάτων, shopman => καταστηματάρχης,