FAQs About the word shopmaid

πωλήτρια

A shopgirl.

No synonyms found.

No antonyms found.

shoplike => σαν μαγαζί, shoplifting => κλοπή από κατάστημα, shoplifter => Κλέφτης από κατάστημα, shoplift => κλοπή από κατάστημα, shopkeeper => καταστηματάρχης,