Greek Meaning of implausible

απίστευτο

Other Greek words related to απίστευτο

Definitions and Meaning of implausible in English

Wordnet

implausible (a)

having a quality that provokes disbelief

Webster

implausible (a.)

Not plausible; not wearing the appearance of truth or credibility, and not likely to be believed.

FAQs About the word implausible

απίστευτο

having a quality that provokes disbeliefNot plausible; not wearing the appearance of truth or credibility, and not likely to be believed.

παράλογο,αμφίβολος,Φανταστικός,αδύνατο (adynato),αδιανόητο,απίστευτος,άπιστος,απίστευτος,μη πειστικός,απίθανο

πιστευτός,αντιληπτός,πειστικός,Αξιόπιστος,αξιόπιστος,φανταστός,πιθανός,πιθανός,δυνατόν,πιθανός

implausibility => απίθανο, implating => Εμφύτευση, implated => εμφυτευμένος, implate => Εμφυτευμένο, implanting => εμφύτευση,