Greek Meaning of insupportable
αβάσταχτος
Other Greek words related to αβάσταχτος
- ανυπόφορος
- ακραίο
- ανυπόφορος
- έντονο
- ανυπόφορος
- συντριπτικός
- απαράδεκτο
- ανυπόφορος
- ανυπόφορο
- οξύς
- φρικτός
- άχαρος
- συντριπτικός
- απεχθής
- φοβερός
- οδυνηρός
- φρικτός
- σκληρός
- διογκωτικός
- σκληρός
- απεχθής
- φρικτό
- φρικτός
- φρικτός
- τρομακτικός
- αποκρουστικός
- ναυτία
- εφιαλτικός
- επιβλαβής
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- οδυνηρός
- τρύπημα
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- φοβερός
- βασανιστικός
- βασανιστικός
- άβολος
- ανέκφραστος
- φαύλος
Nearest Words of insupportable
- insupposable => απίθανο
- insuppressible => καταπιεστικός
- insuppressive => μη κατασταλτικός
- insurability => ασφαλισιμότητα
- insurable => ασφαλίσιμος
- insurable interest => Ασφαλίσιμο συμφέρον
- insurance => ασφάλιση
- insurance agent => Ασφαλιστικός πράκτορας
- insurance broker => Ασφαλιστικός μεσίτης
- insurance claim => αίτημα αποζημίωσης ασφάλισης
Definitions and Meaning of insupportable in English
insupportable (s)
incapable of being justified or explained
insupportable (a.)
Incapable of being supported or borne; unendurable; insufferable; intolerable; as, insupportable burdens; insupportable pain.
FAQs About the word insupportable
αβάσταχτος
incapable of being justified or explainedIncapable of being supported or borne; unendurable; insufferable; intolerable; as, insupportable burdens; insupportable
ανυπόφορος,ακραίο,ανυπόφορος,έντονο,ανυπόφορος,συντριπτικός,απαράδεκτο,ανυπόφορος,ανυπόφορο,οξύς
αποδεκτός,υποφερτός,υποφερτός, υποστηρικτός,βιώσιμος,ανεκτός,επαρκής,επιпусти,επιτρεπόμενο,κατοικήσιμος,κατοικήσιμος
insuperably => αξεπέραστα, insuperable => ανυπέρβλητος, insuperability => ακαταμάχητος, insume => περιλαμβάνω, insultment => προσβολή,