Greek Meaning of harrowing

διογκωτικός

Other Greek words related to διογκωτικός

Definitions and Meaning of harrowing in English

Wordnet

harrowing (s)

extremely painful

Webster

harrowing (p. pr. & vb. n.)

of Harrow

FAQs About the word harrowing

διογκωτικός

extremely painfulof Harrow

σκληρός,σκληρός,οδυνηρός,βασανιστικός,βασανιστικός,φρικτός,πικρός,οδυνηρός,Ενοχλητικός,βαρύς

ανεκτός,ικανοποιητικός,ευχάριστος,βιώσιμος,γλυκό,ανεκτός,αποδεκτός,επιτρεπόμενο,υποφερτός,κατοικήσιμος

harrower => Σκαλιστήρας, harrowed => σκαλισμένο, harrow => άροτρο, harrod => Harrods, harrison => Χάρισον,