Greek Meaning of harrowing
διογκωτικός
Other Greek words related to διογκωτικός
- σκληρός
- σκληρός
- οδυνηρός
- βασανιστικός
- βασανιστικός
- φρικτός
- πικρός
- οδυνηρός
- Ενοχλητικός
- βαρύς
- συγκινητικός
- φρικτός
- επιβλαβής
- σοβαρός
- φοβερός
- απαράδεκτο
- ανυπόφορος
- οξύς
- Βασανιστικός
- φρικτός
- κακός
- φρικτός
- φοβερός
- ακραίο
- φρικτός
- ανυπόφορος
- αβάσταχτος
- έντονο
- ανυπόφορος
- βρώμικο
- τρύπημα
- σάπιο
- βασανιστικός
- ανυπόφορος
- ανυπόφορο
- φαύλος
Nearest Words of harrowing
- harry => Χάρι
- harry bridges => Χάρι Μπρίτζες
- harry f. klinefelter => Χάρυ Φ. Κλάινφελτερ
- harry fitch kleinfelter => Χάρι Φιτς Κλάινφελτερ
- harry hotspur => Χάρι Χότσπερ
- harry houdini => Χάρι Χουντίνι
- harry lauder => Χάρι Λόντερ
- harry lillis crosby => Χάρι Λίλις Κρόσμπι
- harry s truman => Χάρρυ Σ. Τρούμαν
- harry sinclair lewis => Χάρυ Σίνκλερ Λιούις
Definitions and Meaning of harrowing in English
harrowing (s)
extremely painful
harrowing (p. pr. & vb. n.)
of Harrow
FAQs About the word harrowing
διογκωτικός
extremely painfulof Harrow
σκληρός,σκληρός,οδυνηρός,βασανιστικός,βασανιστικός,φρικτός,πικρός,οδυνηρός,Ενοχλητικός,βαρύς
ανεκτός,ικανοποιητικός,ευχάριστος,βιώσιμος,γλυκό,ανεκτός,αποδεκτός,επιτρεπόμενο,υποφερτός,κατοικήσιμος
harrower => Σκαλιστήρας, harrowed => σκαλισμένο, harrow => άροτρο, harrod => Harrods, harrison => Χάρισον,