Greek Meaning of harrower

Σκαλιστήρας

Other Greek words related to Σκαλιστήρας

Definitions and Meaning of harrower in English

Webster

harrower (n.)

One who harrows.

One who harries.

FAQs About the word harrower

Σκαλιστήρας

One who harrows., One who harries.

βασανίζω,διώκω,πανούκλα,μαρτύριο,Βασανιστήρια,βασανίζομαι,αγωνία,βασανίζω,περικυκλωμένος,πολιορκώ

βοήθεια,Βοήθεια,βοήθεια,ανακουφίζω,υποκινώ,Άνεση,παραδίδω,Απελευθέρωση,,Κονσόλα

harrowed => σκαλισμένο, harrow => άροτρο, harrod => Harrods, harrison => Χάρισον, harrisia => Άρισια,