Greek Meaning of pursue
καταδιώκω
Other Greek words related to καταδιώκω
Nearest Words of pursue
- pursuant => σύμφωνα με
- pursuance => επιδίωξη
- pursual => καταδίωξη
- purslane speedwell => Πουρνάρι
- purslane family => Πορτουλακόμορφα
- purslane => Γλιστρίδα
- purse-string operation => Εγχειρηση κλείνουμενου κορδονιού
- purser => Γραμματέας καμπίνας
- purse-proud => Καμαρώνει για την τσάντα του
- purse strings => Τα κορδόνια της τσάντας
Definitions and Meaning of pursue in English
pursue (v)
carry out or participate in an activity; be involved in
follow in or as if in pursuit
go in search of or hunt for
carry further or advance
FAQs About the word pursue
καταδιώκω
carry out or participate in an activity; be involved in, follow in or as if in pursuit, go in search of or hunt for, carry further or advance
συνοδεύω,καταδίωξη,ακολουθήστε,Πίστα,μάθημα,σκύλος,τρέχω,να τρέχω πίσω,Αναζητώ,σκιά
οδηγός,μόλυβδος,πιλότος
pursuant => σύμφωνα με, pursuance => επιδίωξη, pursual => καταδίωξη, purslane speedwell => Πουρνάρι, purslane family => Πορτουλακόμορφα,