Greek Meaning of succor
βοήθεια
Other Greek words related to βοήθεια
- βοήθεια
- Βοήθεια
- βοήθεια
- Ενθάρρυνση
- βοήθεια
- υποστήριξη
- συμβουλή
- ελάφρυνση
- προσοχή
- υποστήριξη
- ενισχύω
- φροντίδα
- δικηγόρος
- καθοδήγηση
- καλοσύνη
- ασανσέρ
- Παλιακή φροντίδα
- ανάγλυφο<br>
- υπηρεσία
- υποκίνηση
- πρόοδος
- παρουσία
- Φιλανθρωπία
- ευεργεσία
- φιλανθρωπία
- διευκόλυνση
- χάρη
- προώθηση
- προώθηση
- περαιτέρω
- χέρι
- χέρι-χέρι
- χείρα βοηθείας
- πλεονέκτημα
- καθοδήγηση
- φροντίδα
- προστασία
- προαγωγή
- χορηγία
Nearest Words of succor
Definitions and Meaning of succor in English
succor (n)
assistance in time of difficulty
succor (v)
help in a difficult situation
FAQs About the word succor
βοήθεια
assistance in time of difficulty, help in a difficult situation
βοήθεια,Βοήθεια,βοήθεια,Ενθάρρυνση,βοήθεια,υποστήριξη,συμβουλή,ελάφρυνση,προσοχή,υποστήριξη
περιορισμός,απογοήτευση,Αναστολή,παρεμβολή,εμπόδιο,καταστολή,συγκράτηση,Αποτροπή,Αποθάρρυνση,εμπόδιο
succinylcholine => Σουκινυλοχολίνη, succinic acid => Σουκινικό οξύ, succinic => ηλεκτρενικό, succinctness => περιεκτικότητα, succinctly => περιληπτικά,