Greek Meaning of succor

βοήθεια

Other Greek words related to βοήθεια

Definitions and Meaning of succor in English

Wordnet

succor (n)

assistance in time of difficulty

Wordnet

succor (v)

help in a difficult situation

FAQs About the word succor

βοήθεια

assistance in time of difficulty, help in a difficult situation

βοήθεια,Βοήθεια,βοήθεια,Ενθάρρυνση,βοήθεια,υποστήριξη,συμβουλή,ελάφρυνση,προσοχή,υποστήριξη

περιορισμός,απογοήτευση,Αναστολή,παρεμβολή,εμπόδιο,καταστολή,συγκράτηση,Αποτροπή,Αποθάρρυνση,εμπόδιο

succinylcholine => Σουκινυλοχολίνη, succinic acid => Σουκινικό οξύ, succinic => ηλεκτρενικό, succinctness => περιεκτικότητα, succinctly => περιληπτικά,