Greek Meaning of palliation
Παλιακή φροντίδα
Other Greek words related to Παλιακή φροντίδα
- βοήθεια
- Βοήθεια
- βοήθεια
- ελάφρυνση
- Ενθάρρυνση
- διευκόλυνση
- προώθηση
- ανάγλυφο<br>
- βοήθεια
- υποστήριξη
- υποκίνηση
- πρόοδος
- συμβουλή
- υποστήριξη
- Φιλανθρωπία
- ενισχύω
- φροντίδα
- δικηγόρος
- προώθηση
- περαιτέρω
- καθοδήγηση
- χέρι
- βοήθεια
- χείρα βοηθείας
- πλεονέκτημα
- ασανσέρ
- καθοδήγηση
- φροντίδα
- προστασία
- προαγωγή
- υπηρεσία
- χορηγία
- παρουσία
- προσοχή
- ευεργεσία
- φιλανθρωπία
- χάρη
- χέρι-χέρι
- καλοσύνη
- φιλανθρωπία
Nearest Words of palliation
Definitions and Meaning of palliation in English
palliation (n)
easing the severity of a pain or a disease without removing the cause
to act in such a way as to cause an offense to seem less serious
palliation (n.)
The act of palliating, or state of being palliated; extenuation; excuse; as, the palliation of faults, offenses, vices.
Mitigation; alleviation, as of a disease.
That which cloaks or covers; disguise; also, the state of being covered or disguised.
FAQs About the word palliation
Παλιακή φροντίδα
easing the severity of a pain or a disease without removing the cause, to act in such a way as to cause an offense to seem less seriousThe act of palliating, or
βοήθεια,Βοήθεια,βοήθεια,ελάφρυνση,Ενθάρρυνση,διευκόλυνση,προώθηση,ανάγλυφο<br>,βοήθεια,υποστήριξη
περιορισμός,απογοήτευση,Αναστολή,παρεμβολή,εμπόδιο,καταστολή,συγκράτηση,Αποτροπή,Αποθάρρυνση,εμπόδιο
palliating => παρηγορητικός, palliated => καταπραϋμένος, palliate => ανακουφίζω, palliasse => στρώμα από άχυρο, palliard => παλικαράς,