Greek Meaning of helping hand

χείρα βοηθείας

Other Greek words related to χείρα βοηθείας

Definitions and Meaning of helping hand in English

Wordnet

helping hand (n)

physical assistance

FAQs About the word helping hand

χείρα βοηθείας

physical assistance

Βοήθεια,βοήθεια,ενισχύω,βοήθεια,ασανσέρ,υποστήριξη,συμβουλή,βοήθεια,υποστήριξη,Ενθάρρυνση

περιορισμός,Αναστολή,παρεμβολή,εμπόδιο,συγκράτηση,απογοήτευση,εμπόδιο,καταστολή,Αποτροπή,Αποθάρρυνση

helping => βοηθητικός, helpfulness => βοήθεια, helpfully => βοηθητικά, helpful => χρήσιμος, helper t cell => Βοηθητικά Τ κύτταρα,