Greek Meaning of helplessly
αβοήθητα
Other Greek words related to αβοήθητα
Nearest Words of helplessly
Definitions and Meaning of helplessly in English
helplessly (r)
in a helpless manner
FAQs About the word helplessly
αβοήθητα
in a helpless manner
ευαίσθητος,ευάλωτος,ανυπεράσπιστος,εκτεθειμένο,απροστάτευτος,Ασυνόδευτος,εγκαταλελειμμένος,αφοπλισμένος,Ασθενής,σε μπελάδες
οπλισμένος,καλυμμένος,άτρωτος,προστατευμένο,ανθεκτικό,ασφαλής,ασφαλής,προστατευμένος,Θωρακισμένος,αμυντικός
helpless => ανήμπορος, helping hand => χείρα βοηθείας, helping => βοηθητικός, helpfulness => βοήθεια, helpfully => βοηθητικά,