Greek Meaning of disarmed

αφοπλισμένος

Other Greek words related to αφοπλισμένος

Definitions and Meaning of disarmed in English

Webster

disarmed (a.)

Deprived of arms.

Deprived of claws, and teeth or beaks.

FAQs About the word disarmed

αφοπλισμένος

Deprived of arms., Deprived of claws, and teeth or beaks.

ξεπερνώ,παθητικός,άοπλος,Ασθενής,θήρευσε,ακαταμάχητος,αποκαλυμμένος,Αδύναμος,εγκαταλελειμμένος,ανυπεράσπιστος

οπλισμένος,καλυμμένος,προστατευμένο,ανθεκτικό,ασφαλής,ασφαλής,προστατευμένος,Θωρακισμένος,αμυντικός,οχυρωμένος

disarmature => αφοπλίζω, disarmament => Αφοπλισμός, disarm => αποπλίζω, disard => Αταξία, disapprovingly => αποδοκιμαστικά,