Greek Meaning of preyed (on or upon)

θήρευσε

Other Greek words related to θήρευσε

Definitions and Meaning of preyed (on or upon) in English

preyed (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word preyed (on or upon)

θήρευσε

ξεπερνώ,άοπλος,Επικίνδυνος,αφοπλισμένος,Ασθενής,ψηλά και στεγνό,αμυντικός,παθητικός,ακαταμάχητος,αποκαλυμμένος

οπλισμένος,καλυμμένος,προστατευμένο,ανθεκτικό,ασφαλής,ασφαλής,Θωρακισμένος,αμυντικός,οχυρωμένος,Φρουρούμενος

prey (on or upon) => θήραμα (σε ή πάνω), previsions => Προβλέψεις, previsioning => πρόβλεψη, previsioned => προβλεπόμενο, previous to => προηγούμενος,