Greek Meaning of disapprover
επικριτής
Other Greek words related to επικριτής
Nearest Words of disapprover
Definitions and Meaning of disapprover in English
disapprover (n.)
One who disapproves.
FAQs About the word disapprover
επικριτής
One who disapproves.
πτώση,αρνούμαι,αρνούμαι,απορρίπτω,απαγορεύω,απαγορεύω,αρνητικός,απαγορεύω,παρακράτηση,απαγόρευση
αντέχω οικονομικά,επιτρέψω,εξουσιοδοτώ,παραδέχομαι,παρέχω,δίνω,επιχορήγηση,αφήνω,εντάξει,εντάξει
disapproved => αποδοκιμασμένος, disapprove => αποδοκιμάζω, disapproval => αποδοκιμασία, disappropriation => απαλλοτρίωση, disappropriate => ακατάλληλος,