Greek Meaning of disarmament
Αφοπλισμός
Other Greek words related to Αφοπλισμός
Nearest Words of disarmament
Definitions and Meaning of disarmament in English
disarmament (n)
act of reducing or depriving of arms
disarmament (n.)
The act of disarming.
FAQs About the word disarmament
Αφοπλισμός
act of reducing or depriving of armsThe act of disarming.
αποστρατικοποίηση,αποστράτευση
Οπλισμός,εξοπλισμός,Στρατικοποίηση,επιστράτευση,Μηχανοποίηση,επανεξοπλισμός
disarm => αποπλίζω, disard => Αταξία, disapprovingly => αποδοκιμαστικά, disapproving => αποδοκιμαστικός, disapprover => επικριτής,