Greek Meaning of equipment
εξοπλισμός
Other Greek words related to εξοπλισμός
- συσκευή
- εγκαταστάσεις
- γρανάζι
- υλικό
- κιτ
- υλικό(ά)
- πράγματα
- αξεσουάρ
- εξαρτήματα
- αξεσουάρ
- αποσκευές
- εξαρτήματα
- όργανα
- μηχανήματα
- υλικό
- υλικό
- Εξοπλισμός
- πόροι
- αντιμετωπίζω
- εργαλεία
- ρούχα
- συσκευές
- Εξαρτήματα
- οπλοστάσιο
- Οπλοστάσιο
- οπλοστάσιο
- περιουσιακά στοιχεία
- συνημμένα
- ενδυμασία
- Μπαταρία
- Αντικείμενα
- ενδύματα
- εμπόδια
- στολή
- ένδυμα
- στολίδια
Nearest Words of equipment
Definitions and Meaning of equipment in English
equipment (n)
an instrumentality needed for an undertaking or to perform a service
equipment (n.)
The act of equipping, or the state of being equipped, as for a voyage or expedition.
Whatever is used in equipping; necessaries for an expedition or voyage; the collective designation for the articles comprising an outfit; equipage; as, a railroad equipment (locomotives, cars, etc. ; for carrying on business); horse equipments; infantry equipments; naval equipments; laboratory equipments.
FAQs About the word equipment
εξοπλισμός
an instrumentality needed for an undertaking or to perform a serviceThe act of equipping, or the state of being equipped, as for a voyage or expedition., Whatev
συσκευή,εγκαταστάσεις,γρανάζι,υλικό,κιτ,υλικό(ά),πράγματα,αξεσουάρ,εξαρτήματα,αξεσουάρ
No antonyms found.
equipensate => εξοπλίζω, equipendency => Συνεξάρτηση, equipedal => ισοσκελής, equiparate => εξισώνω, equiparable => ισοδύναμος,