Greek Meaning of fittings
εξαρτήματα
Other Greek words related to εξαρτήματα
- αξεσουάρ
- συσκευή
- Εξαρτήματα
- συνημμένα
- εξοπλισμός
- εγκαταστάσεις
- υλικό
- υλικό
- υλικό
- Εξάρτημα
- ρούχα
- συσκευές
- ενδυμασία
- αποσκευές
- Αντικείμενα
- γρανάζι
- ενδύματα
- εμπόδια
- όργανα
- κιτ
- μηχανήματα
- υλικό(ά)
- στολή
- Εξοπλισμός
- πράγματα
- αντιμετωπίζω
- εργαλεία
- στολίδια
- αξεσουάρ
- οπλοστάσιο
- Οπλοστάσιο
- οπλοστάσιο
- περιουσιακά στοιχεία
- Μπαταρία
- ένδυμα
- πόροι
Nearest Words of fittings
- fitting the bill => κατάλληλος για το λογαριασμό
- fitting (out) => Εξάρτηση
- fitting (in or into) => κατάλληλος (για μέσα ή μέσα)
- fitted the bill => Ήταν κατάλληλο.
- fitted (out) => εξοπλισμένος
- fitted (in) => ενσωματωμένο (σε)
- fitted (in or into) => Κατάλληλος (σε ή μέσα)
- fits the bill => ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις
- fits => κατάλληλο
- fit to be tied => θυμωμένος
- five-and-dime => φτηνιάρικο κατάστημα
- five-and-dimes => ψιλικατζίδικα
- five-and-ten => ψιλικατζίδικο
- fivers => πεντόλιρες
- five-star => πέντε αστέρων
- fixate (on or upon) => επικεντρώνομαι (σε ή πάνω)
- fixate (on) => εστιάζω σε
- fixated => εμμονικός
- fixated (on or upon) => εμμονικός (με ή σε)
- fixates (on) => εστιάζει (σε)
Definitions and Meaning of fittings in English
fittings
a trying on of clothes which are in the process of being made or altered, a small often standardized part, a small accessory part, something used in fitting up, appropriate entry 2, suitable, of a kind appropriate to the situation, a trying on of clothes being made or altered, an action or act of one that fits
FAQs About the word fittings
εξαρτήματα
a trying on of clothes which are in the process of being made or altered, a small often standardized part, a small accessory part, something used in fitting up,
αξεσουάρ,συσκευή,Εξαρτήματα,συνημμένα,εξοπλισμός,εγκαταστάσεις,υλικό,υλικό,υλικό,Εξάρτημα
No antonyms found.
fitting the bill => κατάλληλος για το λογαριασμό, fitting (out) => Εξάρτηση, fitting (in or into) => κατάλληλος (για μέσα ή μέσα), fitted the bill => Ήταν κατάλληλο., fitted (out) => εξοπλισμένος,