Greek Meaning of fitting (out)
Εξάρτηση
Other Greek words related to Εξάρτηση
- εξοπλισμός
- Επίπλωση
- παρέχοντας
- εξάρτηση
- εξαρτήματα
- (ασχολία)
- διανομή
- περιτύλιξη
- διανέμοντας
- Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
- μέτρηση (έξω)
- εξοπλισμός
- διανομή (έξω)
- κατανομή (έξω)
- προετοιμάζει
- παρουσιάζοντας
- εφοδιασμός
- Ιστιοφορία
- εκχώρηση
- κατανομή
- κατανομή
- οπλισμός
- ανάθεσης
- απονέμοντας
- συμβάλλοντα
- Διανομή
- διανομή
- δωρίζω
- ενδυναμωτικός
- Giving = Δίνοντας
- μερίδα
- αναλογική κατανομή
- κάλτσα
- αποθήκευση
Nearest Words of fitting (out)
- fitting (in or into) => κατάλληλος (για μέσα ή μέσα)
- fitted the bill => Ήταν κατάλληλο.
- fitted (out) => εξοπλισμένος
- fitted (in) => ενσωματωμένο (σε)
- fitted (in or into) => Κατάλληλος (σε ή μέσα)
- fits the bill => ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις
- fits => κατάλληλο
- fit to be tied => θυμωμένος
- fit (out) => Εξοπλίζω
- fit (in) => Εντάσσεται
- fitting the bill => κατάλληλος για το λογαριασμό
- fittings => εξαρτήματα
- five-and-dime => φτηνιάρικο κατάστημα
- five-and-dimes => ψιλικατζίδικα
- five-and-ten => ψιλικατζίδικο
- fivers => πεντόλιρες
- five-star => πέντε αστέρων
- fixate (on or upon) => επικεντρώνομαι (σε ή πάνω)
- fixate (on) => εστιάζω σε
- fixated => εμμονικός
Definitions and Meaning of fitting (out) in English
fitting (out)
to supply with necessaries or means, outfit
FAQs About the word fitting (out)
Εξάρτηση
to supply with necessaries or means, outfit
εξοπλισμός,Επίπλωση,παρέχοντας,εξάρτηση,εξαρτήματα,(ασχολία),διανομή,περιτύλιξη,διανέμοντας,Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση
fitting (in or into) => κατάλληλος (για μέσα ή μέσα), fitted the bill => Ήταν κατάλληλο., fitted (out) => εξοπλισμένος, fitted (in) => ενσωματωμένο (σε), fitted (in or into) => Κατάλληλος (σε ή μέσα),