Greek Meaning of fitting (out)

Εξάρτηση

Other Greek words related to Εξάρτηση

Definitions and Meaning of fitting (out) in English

fitting (out)

to supply with necessaries or means, outfit

FAQs About the word fitting (out)

Εξάρτηση

to supply with necessaries or means, outfit

εξοπλισμός,Επίπλωση,παρέχοντας,εξάρτηση,εξαρτήματα,(ασχολία),διανομή,περιτύλιξη,διανέμοντας,Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)

στερητικός,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας,αποεπένδυση

fitting (in or into) => κατάλληλος (για μέσα ή μέσα), fitted the bill => Ήταν κατάλληλο., fitted (out) => εξοπλισμένος, fitted (in) => ενσωματωμένο (σε), fitted (in or into) => Κατάλληλος (σε ή μέσα),