Greek Meaning of divesting

αποεπένδυση

Other Greek words related to αποεπένδυση

Definitions and Meaning of divesting in English

Webster

divesting (p. pr. & vb. n.)

of Divest

FAQs About the word divesting

αποεπένδυση

of Divest

στερητικός,στέρηση ιδιοκτησίας,έξωση,απόσυρση,απαλλοτριώνοντας,ανατροπή,προσαρτώντας,ιδιοποίηση,πενθών,επίταξη

επιβαρυντικός,επιβαρυντικός,συγκρατημένος,σέλωμα,υποβάλλοντας,εμποδίζοντας,βάλτωμα,δεσμευτικό,δεσμώτης,βαρύνοντας

divestible => εκποιήσιμος, divested => εκχωρήθηκε, divest => αποεπενδύω, divertive => αποσπαστικός, divertissement => ψυχαγωγία,