Greek Meaning of impounding

κατάσχεση

Other Greek words related to κατάσχεση

Definitions and Meaning of impounding in English

Wordnet

impounding (n)

placing private property in the custody of an officer of the law

Webster

impounding (p. pr. & vb. n.)

of Impound

FAQs About the word impounding

κατάσχεση

placing private property in the custody of an officer of the lawof Impound

περιοριστικός,κατοχή,φυλακίζοντας,φυλάκιση,εκπαιδευόμενος,φυλάκιση,φύλαξη,περιοριστικός,συγκρατημένος,περιοριστικός

εκφόρτωση,απελευθερωτικός,απόδοση δικαιώματος ψήφου,απελευθερωτικό,Απελευθέρωση,απελευθέρωση,απελευθερωτικός,απελευθερωτικός,απόδεση,Απελευθέρωση

impounder => Κατασχέτης, impounded => κατασχεμένος, impoundage => Impoundage, impound => κατάσχεση, impotently => ανίσχυρα,