Greek Meaning of impounding
κατάσχεση
Other Greek words related to κατάσχεση
- περιοριστικός
- κατοχή
- φυλακίζοντας
- φυλάκιση
- εκπαιδευόμενος
- φυλάκιση
- φύλαξη
- περιοριστικός
- συγκρατημένος
- περιοριστικός
- κατανόηση
- συναρπαστικός
- 除非
- σύλληψη
- αλίευση
- διαπράττοντας
- περιοριστική
- κράτηση
- πύλη
- κλείδωμα (πάνω)
- κατάσχεση
- κλείνοντας
- υποχρεωτικός
- έκρηξη
- αλυσίδωση
- δεσμευτικό
- χειροπέδες
- Περίκλειστος
- εντυπωσιακός
- "jugging"
- υπνάκος
- παραλαβή
- πρέσσα
- δεσμώτης
- Σαγκάη
Nearest Words of impounding
Definitions and Meaning of impounding in English
impounding (n)
placing private property in the custody of an officer of the law
impounding (p. pr. & vb. n.)
of Impound
FAQs About the word impounding
κατάσχεση
placing private property in the custody of an officer of the lawof Impound
περιοριστικός,κατοχή,φυλακίζοντας,φυλάκιση,εκπαιδευόμενος,φυλάκιση,φύλαξη,περιοριστικός,συγκρατημένος,περιοριστικός
εκφόρτωση,απελευθερωτικός,απόδοση δικαιώματος ψήφου,απελευθερωτικό,Απελευθέρωση,απελευθέρωση,απελευθερωτικός,απελευθερωτικός,απόδεση,Απελευθέρωση
impounder => Κατασχέτης, impounded => κατασχεμένος, impoundage => Impoundage, impound => κατάσχεση, impotently => ανίσχυρα,