Greek Meaning of seizing
κατάσχεση
Other Greek words related to κατάσχεση
- εκτιμώντας
- κατανοητός
- αποκρυπτογράφηση
- αποκτώντας
- αρπαγή
- γνώση
- πραγματοποιώντας
- αναγνωρίζοντας
- βλέποντας
- κατανόηση
- απορροφητικός
- κατανόηση
- Αφομοίωση
- βλέποντας
- αλίευση
- Ενθουσιάζομαι για
- αναγνώριση
- αρκετός
- συλλαμβάνω
- αποκωδικοποίηση
- ανασκαφή
- διακριτικός
- κατανοώ
- Διαισθητικό
- κατασκευή
- αντιλαμβανόμενος
- Καταχώρηση
- έξυπνος
- ανίχνευση
- κυλιέμαι
- κλαδί
- Συνηθίζω
- χώνεψη
- Μέτρηση βάθους
- διεισδυτικός
- αντιληπτικός
- τρύπημα
- παραλαμβάνω
Nearest Words of seizing
Definitions and Meaning of seizing in English
seizing (n)
small stuff that is used for lashing two or more ropes together
the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)
seizing (p. pr. & vb. n.)
of Seize
seizing (n.)
The act of taking or grasping suddenly.
The operation of fastening together or lashing.
The cord or lashing used for such fastening.
FAQs About the word seizing
κατάσχεση
small stuff that is used for lashing two or more ropes together, the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)of Seize, The act of taki
εκτιμώντας,κατανοητός,αποκρυπτογράφηση,αποκτώντας,αρπαγή,γνώση,πραγματοποιώντας,αναγνωρίζοντας,βλέποντας,κατανόηση
χαμένος,παρερμηνεία,ερμηνεύω λανθασμένα,παρεξήγηση,μπερδεύω,παρεξήγηση,παρεξηγώντας,παρεξήγηση,παρερμηνεύω
seizin => κατοχή, seizer => κατασχέτης, seized => κατάσχεται, seize with teeth => Δαγκώνω, seize on => εκμεταλλεύομαι,