Greek Meaning of getting
αποκτώντας
Other Greek words related to αποκτώντας
- μάθηση
- ανάπτυξη δεξιοτήτων
- ανακαλύπτω
- Αποκτώ την τέχνη
- ακρόαση
- γνώση
- βλέποντας
- κατανόηση
- απορροφητικός
- κατανόηση
- διαπιστώνοντας
- Αφομοίωση
- κατανοητός
- ανίχνευση
- υπισχνόμενος
- χώνεψη
- Σκάβω
- διακριτικός
- Πόση (μέσα)
- εξετάζω
- ανακαλύπτοντας
- αρπαγή
- χτύπημα
- απορροφητικότητα
- με ειδίκευση στην
- απομνημόνευση
- παραλαβή
- τρέχω προς τα κάτω
- αναζητώντας (για)
- σπουδάζει
- Παρακολούθηση (down)
- κυλιέμαι
- εκσκαφή
Nearest Words of getting
- getting even => εκδίκηση
- gettysburg => Γκέτισμπεργκ
- gettysburg address => Ομιλία στο Gettysburg
- getulio dornelles vargas => Γετούλιο Ντορνέλες Βάργκας
- getup => σηκώνομαι
- get-up => ξύπνημα
- get-up-and-go => πρωτοβουλία
- get-well card => Κάρτα περαστικών
- geum => geum
- geum alleppicum strictum => Geum alleppicum strictum
Definitions and Meaning of getting in English
getting (n)
the act of acquiring something
getting (p. pr. & vb. n.)
of Get
getting (n.)
The act of obtaining or acquiring; acquisition.
That which is got or obtained; gain; profit.
FAQs About the word getting
αποκτώντας
the act of acquiring somethingof Get, The act of obtaining or acquiring; acquisition., That which is got or obtained; gain; profit.
μάθηση,ανάπτυξη δεξιοτήτων,ανακαλύπτω,Αποκτώ την τέχνη,ακρόαση,γνώση,βλέποντας,κατανόηση,απορροφητικός,κατανόηση
λήθη,χαμένος,αγνοώντας,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,απομάθηση,παρεξήγηση
getterup => Κιθάρα, getter => getter, gettable => Προσβάσιμο, get-penny => Λαμβάνω ένα σεντ, geth => γεθ,