Greek Meaning of mastering

ανάπτυξη δεξιοτήτων

Other Greek words related to ανάπτυξη δεξιοτήτων

Definitions and Meaning of mastering in English

Wordnet

mastering (n)

becoming proficient in the use of something; having mastery of

the act of making a master recording from which copies can be made

Webster

mastering (p. pr. vb. n.)

of Master

FAQs About the word mastering

ανάπτυξη δεξιοτήτων

becoming proficient in the use of something; having mastery of, the act of making a master recording from which copies can be madeof Master

ξύλο,κατάκτηση,ηττώμενος,αποστολή,αποκτώντας,υπερνίκηση,στάση,λήψη,φινίρισμα,αλαζόνας

πτώση,χάνω (από),αποτυχημένος,δίπλωμα,παραιτούμαι,καταρρέων,κατεβαίνω,πλαταγίζοντας,αποτυχία,βυθίζονται

masteries => Κυριαρχίες, masterhood => μαεστρία, masterfully => δεξιοτεχνικά, masterful => αριστοτεχνικός, mastered => Κατέκτησε,