Greek Meaning of knocking for a loop
σοκάρω
Other Greek words related to σοκάρω
- φρικτός
- συγκλονιστικό
- εκπληκτικός
- σεισμός
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικό
- δάπεδο
- τρομακτικό
- τρομακτικός
- ταρακούνημα
- τρομακτικός
- Τρέμουλο
- Εντυπωσιακός
- τρομακτικός
- μπόουλινγκ πέρα
- τρελό
- τρομαχτικό
- ανησυχητικός
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- δέος
- αποθαρρυντικός
- δυσάρεστος
- αποσυνθετικός
- ανησυχητικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- εκπληκτικό
- ευνουχιστικός
- τρομακτικό
- ναυτία
- προσβλητικός
- Εξοργιστικό
- συντριπτικός
- ενοχλητικό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- σκανδαλιστικός
- τρομακτικός
- αποκρουστικός
- καταπληκτικός
- ακύρωση
- ανησυχητικό
- αναστατωτικός
- συναγερτικός
- Εκπληκτικό
- πανικός
- τρομακτικό
- Τρομοκρατικός
- απενεργοποιώ
- ανησυχητική
- περίεργο
Nearest Words of knocking for a loop
- knocking off => χτυπώντας
- knocking one's socks off => εκπλήσσω, εντυπωσιάζω
- knocking out => χτυπώντας έξω
- knocking over => αναποδογυρίζω
- knocking silly => χτυπώντας δυνατά
- knocking up => χτυπώντας
- knockoffs => απομιμήσεις
- knockouts => νοκ άουτ
- knocks => χτυπάει
- knocks (about) => χτυπάει (σχετικά με)
Definitions and Meaning of knocking for a loop in English
knocking for a loop
overcome, to overwhelm or amaze one, to set forcibly in motion with a blow, to find fault with, to drive, force, or make by or as if by so striking, to collide with something, a pounding noise, knock out sense 2a(1), setback, reversal, to bump against something, to strike with a sharp blow, a sharp repetitive metallic noise caused by abnormal ignition in an automobile engine, to have engine knock, a harsh and often petty criticism, dumbfound, amaze, to find fault, to set in motion with a sharp blow, a severe misfortune or hardship, to strike sharply, bustle, a sharp blow, wander, to strike something with a sharp blow, a sharp rattling noise caused by abnormal ignition in an automobile engine, a sharp pounding noise, to make a pounding noise, demolish, wander sense 1, to cause to collide, to make or assemble especially hurriedly or in a makeshift way, to move strongly especially to admiration or applause
FAQs About the word knocking for a loop
σοκάρω
overcome, to overwhelm or amaze one, to set forcibly in motion with a blow, to find fault with, to drive, force, or make by or as if by so striking, to collide
φρικτός,συγκλονιστικό,εκπληκτικός,σεισμός,εκπληκτικός,Εκπληκτικό,δάπεδο,τρομακτικό,τρομακτικός,ταρακούνημα
γοητευτικός,αντικραδασμική προστασία,ικανοποιητικός,ευχάριστος,αγαλλίαση,δελεαστικός,γαργάλημα,προσωρινή αποθήκευση,διαβεβαιωτικός,επευφημώντας
knocking down => χτυπάω κάτω, knocking dead => φανταστικό, knocking back => απορρίπτειν, knocking (about) => το χτύπημα (περίπου), knocked up => έγκυος,