Greek Meaning of weirding out

περίεργο

Other Greek words related to περίεργο

Definitions and Meaning of weirding out in English

weirding out

to make uneasy, bewildered, or disquieted by something considered very strange

FAQs About the word weirding out

περίεργο

to make uneasy, bewildered, or disquieted by something considered very strange

αναστάτωση,ανησυχητικός,θυμωμένος,ενοχλητικός,Αποσπώντας την προσοχή,ανησυχητικό,στοιχειωμένος,ανησυχητικό,σχετικά,τρελό

καταπραϋντικός,σύνθεση,κατευναστικός,κατακάθιση,κατευναστικός,καταπραϋντικό,κατευναστικός,καταπραϋντικό,ηρεμιστικό,ηρεμιστικό

weirded out => Ξαφνιασμένος, weird out => Με τρομάζεις, weiner => λουκάνικο, weights => βάρη, weight lifting => βάρη,