Greek Meaning of composing
σύνθεση
Other Greek words related to σύνθεση
- σύνταξη
- Γραφή
- προετοιμάζει
- χύτευση
- διατύπωση
- Καδράρισμα
- κατασκευή
- Κατασκευή
- σχέδιο
- Συναρμολόγηση
- συναρμολόγηση
- κτίριο
- σύνθετη
- σχεδίαση
- εκφράζοντας
- κατασκευή
- μόρφωση
- σχηματίζοντας
- σύνταξη
- μούχλα
- φυλάκιση
- διατύπωση
- γλυπτική
- διαμόρφωση
- λεκτικοποίηση
- Διατύπωση
- συγγραφή
- συλλαμβάνω
- παρασκευάζω
- κατασκευή
- ξαπλωμένος
- Αναδιατύπωση
- αναδιαμόρφωση
- δηλώνοντας
Nearest Words of composing
- compositae => Σύνθετα
- composite => σύνθετος
- composite material => Σύνθετο υλικό
- composite number => Σύνθετος αριθμός
- composite order => Σύνθετος ρυθμός
- composite plant => Σύνθετο φυτό
- composite school => Δημοτικό σχολείο
- compositeness => σύνθεση
- composition => σύνθεση
- composition board => Συνθετική σανίδα
Definitions and Meaning of composing in English
composing (n)
the spatial property resulting from the arrangement of parts in relation to each other and to the whole
musical creation
FAQs About the word composing
σύνθεση
the spatial property resulting from the arrangement of parts in relation to each other and to the whole, musical creation
σύνταξη,Γραφή,προετοιμάζει,χύτευση,διατύπωση,Καδράρισμα,κατασκευή,Κατασκευή,σχέδιο,Συναρμολόγηση
επιδεινούμενος,αναστάτωση,ανησυχητικός,ανησυχητικό,εντατικοποίηση,ενοχλητικό,αναστατωτικός,ενοχλητικός,Πλήκτρολόγηση (πάνω),διεγερτικός
composer => συνθέτης, composedly => με ψυχραιμία, composed => συντεθειμένος, compose => συνθέτω, compos mentis => Σωστόμυαλος,