Greek Meaning of crafting
Κατασκευή
Other Greek words related to Κατασκευή
- σύνθεση
- σύνταξη
- προετοιμάζει
- Γραφή
- χύτευση
- σχέδιο
- μόρφωση
- διατύπωση
- Καδράρισμα
- κατασκευή
- Συναρμολόγηση
- διαμόρφωση
- συναρμολόγηση
- συγγραφή
- κτίριο
- σύνθετη
- συλλαμβάνω
- παρασκευάζω
- κατασκευή
- ξαπλωμένος
- σχεδίαση
- εκφράζοντας
- κατασκευή
- σχηματίζοντας
- σύνταξη
- μούχλα
- φυλάκιση
- διατύπωση
- συναρμολόγηση (μαζί)
- νέο σχέδιο
- Αναδιατύπωση
- γλυπτική
- δηλώνοντας
- λεκτικοποίηση
- Διατύπωση
Nearest Words of crafting
Definitions and Meaning of crafting in English
crafting
the members of a trade, skill in planning, making, or doing, an occupation, trade, or activity requiring manual dexterity or artistic skill, skill in deceiving to gain an end, articles made by craftspeople, a boat especially of small size, to make or produce with care, skill, or ingenuity, to make by or as if by hand, skill in planning, making, or executing, aircraft, spacecraft, an occupation requiring skill in using the hands, the members of a trade or trade association
FAQs About the word crafting
Κατασκευή
the members of a trade, skill in planning, making, or doing, an occupation, trade, or activity requiring manual dexterity or artistic skill, skill in deceiving
σύνθεση,σύνταξη,προετοιμάζει,Γραφή,χύτευση,σχέδιο,μόρφωση,διατύπωση,Καδράρισμα,κατασκευή
No antonyms found.
crafters => τεχνίτες, crafted => κατασκευασμένο, cradling => λίκνισμα, cradles => κούνιες, cracksmen => διαρρήκτες,