Greek Meaning of piecing (together)
συναρμολόγηση (μαζί)
Other Greek words related to συναρμολόγηση (μαζί)
- συναρμολόγηση
- κτίριο
- σύνθετη
- κατασκευή
- Γραφή
- συγγραφή
- συλλαμβάνω
- παρασκευάζω
- σχεδίαση
- σχέδιο
- κατασκευή
- νέο σχέδιο
- Αναδιατύπωση
- αναδιαμόρφωση
- δηλώνοντας
- Διατύπωση
- χύτευση
- σύνθεση
- ξαπλωμένος
- Κατασκευή
- σύνταξη
- εκφράζοντας
- κατασκευή
- μόρφωση
- σχηματίζοντας
- διατύπωση
- Καδράρισμα
- σύνταξη
- μούχλα
- φυλάκιση
- διατύπωση
- προετοιμάζει
- γλυπτική
- διαμόρφωση
- λεκτικοποίηση
Nearest Words of piecing (together)
Definitions and Meaning of piecing (together) in English
piecing (together)
to bring together (various parts or pieces) to form one complete thing, to make (something) by bringing together various parts or pieces
FAQs About the word piecing (together)
συναρμολόγηση (μαζί)
to bring together (various parts or pieces) to form one complete thing, to make (something) by bringing together various parts or pieces
συναρμολόγηση,κτίριο,σύνθετη,κατασκευή,Γραφή,συγγραφή,συλλαμβάνω,παρασκευάζω,σχεδίαση,σχέδιο
No antonyms found.
pieces de resistance => τεμάχια αντίστασης, pieces => κομμάτια, piece of the action => Ένα κομμάτι από τη δράση, piece by piece => κομμάτι κομμάτι, piece (together) => κομμάτι (μαζί),