Greek Meaning of pigeonholed
Στερεότυπο
Other Greek words related to Στερεότυπο
- κατηγοριοποιημένος
- ταξινομημένος
- ταυτοποιήθηκε
- υποβιβασμένος
- διαχωρισμένος
- καταλογισμένος
- ταξινομημένο
- κωδικοποιημένος
- καταμερισμένος
- χωνεμένος
- διατεθειμένος
- εξαίρετος
- διανεμημένος
- κατατεθέν
- Διαβαθμισμένο
- ομαδοποιημένα
- αναφερόμενος
- παραγγελθέντα
- οργανωμένος
- καρφωμένη
- τοποθετημένος
- ταξινομείται
- αναγνωρισμένος
- αναφερόμενος
- σε αναμονή
- ταξινομημένο
- καταλογισμένος
- συστηματοποιημένο
- πληκτρολογημένος
- αλφαβητικά
- παρατεταγμένοι
- διάφορα
- ομαδοποιημένο
- χωρισμένος σε διαμερίσματα
- ευρετηριασμένο
- οδήγησε
- οργανωμένο
- μεγάλου βεληνεκούς
- χαλασμένος
- συσσωματωμένος
- συγκολλημένο
- συνέταξε
- επανακατηγοριοποιημένος
- επανακατατάχθηκε
- ανασυντάχθηκαν
- υποκατηγοριοποιημένο
Nearest Words of pigeonholed
- piers => εξέδρες
- pierces => διαπερνά
- pieholes => τρύπες πίτας
- piehole => Στόμα
- piecing (together) => συναρμολόγηση (μαζί)
- pieces de resistance => τεμάχια αντίστασης
- pieces => κομμάτια
- piece of the action => Ένα κομμάτι από τη δράση
- piece by piece => κομμάτι κομμάτι
- piece (together) => κομμάτι (μαζί)
Definitions and Meaning of pigeonholed in English
pigeonholed
a small open compartment (as in a desk or cabinet) for keeping letters or documents, to place in or as if in the pigeonhole of a desk, a neat category which usually fails to reflect actual complexities, to assign to an often restrictive category, to lay aside, a small open compartment (as in a desk) for keeping letters or papers, a hole or small recess for pigeons to nest
FAQs About the word pigeonholed
Στερεότυπο
a small open compartment (as in a desk or cabinet) for keeping letters or documents, to place in or as if in the pigeonhole of a desk, a neat category which usu
κατηγοριοποιημένος,ταξινομημένος,ταυτοποιήθηκε,υποβιβασμένος,διαχωρισμένος,καταλογισμένος,ταξινομημένο,κωδικοποιημένος,καταμερισμένος,χωνεμένος
μπερδεμένος,αποδιοργανωμένος,μπλεγμένος,ομαδοποιημένος,Ομελέτα,μικτός,εσφαλμένα ταξινομημένος,ορθογραφικό λάθος,εσφαλμένα ταξινομημένο,εσφαλμένα ταξινομημένο
piers => εξέδρες, pierces => διαπερνά, pieholes => τρύπες πίτας, piehole => Στόμα, piecing (together) => συναρμολόγηση (μαζί),