Greek Meaning of sorted

ταξινομημένο

Other Greek words related to ταξινομημένο

Definitions and Meaning of sorted in English

Wordnet

sorted (s)

arranged according to size

arranged into groups

FAQs About the word sorted

ταξινομημένο

arranged according to size, arranged into groups

συνδεδεμένος,δεσμευμένος,συνδεδεμένος,προσχώρησε,αναμεμιγμένα,μικτός,τρέχω,σχετικός,τρέχω,ταξίδεψε

Απέφευξε,απέφευξα,αλλοτριωμένος,διαλυμένος,διασκορπισμένος,Διαζευγμένος,αποξενωμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω,αδιαφορώ

sort program => Πρόγραμμα ταξινόμησης, sort out => ταξινομήσω, sort of => ένα είδος, sort => διαλέγω, sorry => συγγνώμη,