Greek Meaning of sort of

ένα είδος

Other Greek words related to ένα είδος

Definitions and Meaning of sort of in English

Wordnet

sort of (r)

to some (great or small) extent

FAQs About the word sort of

ένα είδος

to some (great or small) extent

λίγο,αρκετά,Αρκετά,όμορφος,αρκετά,μάλλον,σχετικά,Λίγο πολύ,κάτι,σε ένα βαθμό

τρομερά,θανατηφόρος,Ειδικά,υπερβαίνων,υπερβολικά,εξαιρετικά,πολύ,πολύ,πολύ,πολύ

sort => διαλέγω, sorry => συγγνώμη, sorrowing => λυπημένος, sorrowfulness => Λύπη, sorrowfully => Λυπημένα,