Greek Meaning of incompletely

ελλιπώς

Other Greek words related to ελλιπώς

Definitions and Meaning of incompletely in English

Wordnet

incompletely (r)

not to a full degree or extent

Webster

incompletely (adv.)

In an incomplete manner.

FAQs About the word incompletely

ελλιπώς

not to a full degree or extentIn an incomplete manner.

στα μισά του δρόμου,εν μέρει,μερικώς,Αρκετά,μισό,Εν μέρει,όμορφος,αρκετά,σχετικά,Αποσπασματικά

όλοι,ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,τέλεια,αρκετά,ολοκληρωτικά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα

incomplete fracture => Ατελής κάταγμα, incomplete abortion => Ατελής άμβλωση, incomplete => ατελής, incompetible => ασυμβίβαστος, incompetibility => ασυμβατότητα,